πλεγμάτων

πλεγμάτων
πλέγμα
anything twined
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μπραβέ, Ογκίστ — (Auguste Bravais, Ανονέ 1811 – Βερσαλίες 1863). Γάλλος φυσικός και μεταλλειολόγος. Σε αυτόν οφείλεται η θεωρία των κρυσταλλικών πλεγμάτων, που επιβεβαιώθηκε αργότερα με τα πειράματα διάθλασης με ακτίνες X. Εδραίωσε επίσης την πιθανότητα ύπαρξης… …   Dictionary of Greek

  • άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… …   Dictionary of Greek

  • θόριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Th. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των ακτινίδων. Έχει ατομικό αριθμό 90, ατομική μάζα 232,04 και δύο σταθερά ισότοπα· το 230Th, που ονομάζεται και ιόνιο, εκπέμπει ισχυρά σωμάτια α.… …   Dictionary of Greek

  • κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει …   Dictionary of Greek

  • κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • οίσος — οἶσος και οἰσὸς, ὁ (Α) είδος ιτιάς ή λυγαριάς, τα κλαδιά τής οποίας χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή πλεγμάτων, σχοινιών κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. οἶσος, οἰσύα εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *wei «στρέφω, κάμπτω», με κατάλ. *tu / tw …   Dictionary of Greek

  • τετράοδος — η, ΝΜΑ το μέρος όπου συναντώνται τέσσερεις δρόμοι, το σταυροδρόμι νεοελλ. φρ. «τετράοδος λυχνία» ηλεκτρονική λυχνία τεσσάρων ηλεκτροδίων, δηλαδή μιας καθόδου, δύο πλεγμάτων και μιας ανόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ὁδός] …   Dictionary of Greek

  • φωνόνιο — Όπως για τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα για τα οποία έχει οριστεί η ελάχιστη ποσότητα, η οποία μπορεί να πάρει μέρος στις φυσικές διαδικασίες (κβάντο ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας ή φωτόνιο), έτσι και για τα ελαστικά κύματα έγινε αναγκαίο να εισαχθεί… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρονικό τηλεσκόπιο — Ένας τύπος τηλεσκοπίου, στο οποίο η υπεριώδης και η υπέρυθρη ακτινοβολία μπορεί να μετατραπεί σε μια ορατή εικόνα. Η ένταση μιας αμυδρά ορατής ακτινοβολίας μπορεί να αυξηθεί σημαντικά. Η ακτινοβολία πέφτει πάνω στην επιφάνεια μιας φωτοκαθόδου, με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”